Ένα μουσικό φαινόμενο που άλλαξε ριζικά το λυρικό θέατρο και το ρεπερτόριό του, που διεύρυνε τα όρια της ερμηνευτικής τέχνης, που πρόσθεσε μυθικές διαστάσεις στην τέχνη γενικότερα αλλά κι ένας ψυχισμός που επιβεβαίωσε ακράδαντα πως το τραγικό συνάδει με αυτήν. Μαρία Κάλλας.
«Α,ένα τρομερό δέος. Η ευφορία εκρήγνυται πάνω σε εκείνα τα τζάμια στο σκοτάδι. Αλλά μια τέτοια ευφορία που σε κάνει να τραγουδάς με τη φωνή σου είναι μια επιστροφή από το θάνατο. Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν, ένα άνοιγμα στο σύμπαν, και συ τραγουδάς από εκεί», έγραφε ο Π.Π. Παζολίνι. Πέρα από την ασυνήθιστη γκάμα της, που εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας, «η Κάλλας ήταν η πρώτη – και τελευταία μέχρι στιγμής – σοπράνο που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης της, και καθιερώθηκε ως η πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών», κατά τον Φράκο Τζεφιρέλι.
Η κορυφαία Ελληνοαμερικανίδα υψίφωνος και η πλέον γνωστή παγκοσμίως ντίβα της όπερας, η Μαρία Αννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Ν. Υόρκη, την ίδια χρονιά που οι γονείς της μετανάστευσαν στις Η.Π.Α.
Ζωή σαν μύθος
Από νωρίς εκδήλωσε το μεγάλο ταλέντο της στη μουσική και το 1931 ξεκίνησε μαθήματα πιάνου και σολφέζ. Την πρώτη της επαφή με τη μουσική την αποδεικνύει μια μαγνητοταινία από το 1935, στην οποία η Κάλλας με το ψευδώνυμο Νίνα Φορέστι μιλάει και κατόπιν τραγουδάει την άρια «un bel di vedremo» από τη Μαντάμ Μπάτερφλάϊ.
Το 1937 η Μαρία Κάλλας επιστρέφει με τη μητέρα της στην Ελλάδα και έχοντας ήδη εκδηλώσει τα φωνητικά της χαρίσματα γίνεται δεκτή δωρεάν από το Εθνικό Ωδείο. Το 1939 ερμηνεύει τη «Santuzza» στην «Cavalleria Rusticana» σε μαθητική παράσταση του Ωδείου Αθηνών. Το 1940 εμφανίζεται με το Ωδείο ως Αμέλια στο «Un Ballo in Maschera» και ως Aida στην ομώνυμη όπερα του Verdi. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποιεί την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση με τη Λυρική Σκηνή όπου γίνεται η Βεατρίκη στο «Boccaccio» του Suppe. Για τα επόμενα πέντε χρόνια (1940 – 1945) συνεργάζεται με τη Λυρική Σκηνή. Τραγουδά Tosca, Cavalleria, τη Σμαράγδα στον «Πρωτομάστορα» του Μ.Καλομοίρη, τη Μάρθα στο «Tiefland» του d’ Albert και τη Leonora στο «Fidelio». Στις 3 Αυγούστου 1947 κάνει την πρώτη εντυπωσιακή της εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνα με την «La Gioconda» του Ponchielli. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στη Βενετία. Το 1948 θριαμβεύει με το Turandot. Ο ένας θρίαμβος διαδέχεται τον άλλο. Το 1949 εμφανίζεται στο Buenos Aires με τη Norma στο Theatro Collon. Το 1950 στο Μεξικό γίνεται Leonora στο «Il Trovatore», Fiorila στο «Il Turco in Italia» στη Ρώμη, Traviata στο Communale της Φλωρεντίας. Τον ίδιο χρόνο πάλι στο Communale της Φλωρεντίας ερμηνεύει την Ελένη στο «I Vespri Siciliani» και την Ευρυδίκη στο «Ορφέας και Ευρυδίκη». Το 1952 πρωτοεμφανίζεται στη Σκάλα του Μιλάνου ως Κοστάντζα στο «Die Entfuhrung aus dem Serail» του Mozart. Τραγουδάει Armida στη Φλωρεντία, Lucia και Jilda στο «Rigoletto» στο Μεξικό, και Lady Macbeth στο «Macbeth» στη Σκάλα. Το 1953 στο Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας ερμηνεύει εκπληκτικά τη Μήδεια στην ομώνυμη όπερα του Cherubini. Οι τίτλοι, φυσικά, δεν σταματούν εδώ. Η εκπληκτική της πορεία συνεχίζεται.
Για έξι χρόνια (1954-1960) κυριαρχεί στη Σκάλα του Μιλάνου. Η καριέρα της απογειώνεται. Γίνεται Αλκηστη, Ελισάβετ στο «Don Carlos», Julia στο «La Vestale», Madalena στο «Andrea Chenier», Rozina στο «Il Barbiere di Siviglia», Fedora, Anna Bolena, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Amelia στο «Un Ballo in Maschera», Ιμογένη στο «Il Pirata» και Paulina στο «Poliuto». Η παράσταση της «Traviata» το 1955 σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι υπήρξε θριαμβευτική. Το 1957 επιστρέφει στην Αθήνα και εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το 1960-61 τραγουδάει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου Νόρμα και Μήδεια σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Το 1964 σημειώνει νέο καλλιτεχνικό θρίαμβο στην Όπερα του Παρισιού με τη Νόρμα. Στις 5 Ιουλίου 1965 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε παράσταση όπερας. Είναι στο Covent Garden του Λονδίνου με την «Tosca» σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι. Το 1970 γυρίζει σε ταινία τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 1973 κλείνει την καριέρα της με το «I Vespri Siciliani» του Verdi.
Η 8η Δεκεμβρίου 1973 θεωρείται η τελευταία της δημόσια εμφάνιση όπου η Μαρία Κάλλας τραγούδησε άριες στην όπερα του Παρισίου. Εκείνη την ημέρα το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές. Η κραυγή «Viva Maria» συγκλόνιζε την αίθουσα όσο οι ανθοδέσμες έπεφταν στη σκηνή. Υπήρξε όμως και μοναδική προσωπικότητα.
Γι αυτήν ο Antonio Gringielli, 24 χρόνια διευθυντής της Σκάλας του Μιλάνου, αυτός που γνώρισε και συμβούλευσε καλλιτεχνικά τη μεγάλη λυρική τραγωδό είπε πως «Η Μαρία Κάλλας δεν έχει δύσκολο χαρακτήρα, απλώς έχει χαρακτήρα με προσωπικότητα». Η προσωπική ζωή της Μαρίας Κάλλας έθρεψε ακόμη περισσότερο το μύθο της. Η εμμονή της με τη δίαιτα και κυρίως ο έρωτας της για τον Αριστοτέλη Ωνάση και η 9ετής σχέση τους, υπήρξαν συνεχής σχεδόν τροφή των κοσμικογράφων της εποχής – οι οποίοι ναι μεν συνέβαλαν στη δημιουργία του μύθου της αλλά παρακολουθούσαν με ασφυκτικό μερικές φορές τρόπο, την προσωπική της ζωή. Ο γάμος της με τον κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της βιομήχανο Giovanni Battista Meneghini το 1949 αλλά και η θέση άλλων ανδρών στη ζωή της όπως ο Pier Paolo Pasolini και ο τενόρος Giuseppe di Stefano απασχόλησαν επίσης την κοινή γνώμη.
Ο θάνατος από καρδιακή προσβολή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 στο διαμέρισμά της στο Παρίσι μοιάζει με γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Το σώμα της αποτεφρώθηκε και η τέφρα της ρίχτηκε στη θάλασσα του Αιγαίου. Τα καταγάλανα νερά έγιναν ο μόνιμος και αιώνιος τόπος κατοικίας της.
Η ζωή της Μαρίας Κάλλας υπήρξε ασύγκριτη, μοναδική και ανεπανάληπτη σαν κι αυτή την ίδια. Η εικόνα της Μαρίας Κάλλας ενσαρκώνει την «απόλυτη ντίβα» και η μορφή της θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στις καλύτερες σελίδες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας.